Περίληψη
Διάφορα φάρμακα μπορεί να επιδράσουν επί των ιστών και λειτουργιών του οφθαλμού. Μπορεί επίσης να προκαλέσουν ανεπιθύμητες οφθαλμικές αντιδράσεις. Οι πιο χαρακτηριστικές επιπλοκές φαρμάκων είναι η πρόκληση γλαυκώματος ανοιχτής ή κλειστής γωνίας, η εμφάνιση οπτικής νευροπάθειας, η τοξική κερατοειδοπάθεια και αμφιβληστροειδοπάθεια και η εμφάνιση καταρράκτη. Οι ανεπιθύμητες οφθαλμικές αντιδράσεις μπορεί να σχετίζονται προς τη φαρμακοκινητική ή φαρμακοδυναμική δράση των φαρμάκων. Σε αυτή την ανασκόπηση, περιγράφουμε τις πλέον γνωστές ανεπιθύμητες οφθαλμικές φαρμακευτικές διαταραχές, τα ειδικά κλινικά χαρακτηριστικά, τα υπεύθυνα φάρμακα και παρέχονται οδηγίες για την αντιμετώπιση των ανεπιθύμητων αντιδράσεων.
Ocular Disorders from Systemic Drugs
Nikolaos G. Karachalios, Dimitrios Alonistiotis, Eugenia Kontou, Papakonstantinou Sotirios
2nd Department of Ophthalmology, UoA, “Attikon’’Hospital, Athens
Abstract
While beneficial therapeutically, almost all medications have untoward effects on various body tissues and functions, including the eye in which organ toxic reactions are readily detectable. Every part of the eye and all ocular functions could be affected adversely, causing glaucoma, keratopathy, retinopathy, optic neuropathy and cataract. Ocular adverse effects may be related to the pharmacokinetic or pharmacodynamics action of a drug, possibly even as a marker toxicity. In this review, we describe the most commonly recognized drug-induced ophthalmic toxicities, the specific clinical features, the medications that can cause the problem, as well as guidelines for the management of the adverse reactions.
Εισαγωγή
Ο οφθαλμός, που είναι υπεύθυνος για την όραση, αποτελείται από διάφορα τμήματα, συμπεριλαμβανομένου του κερατοειδούς, του φακού, της ίριδας, του αμφιβληστροειδούς χιτώνα και του οπτικού νεύρου. Ο κερατοειδής, ο οποίος καλύπτει το πρόσθιο τμήμα του οφθαλμού και μαζί με τον σκληρό αποτελεί τον ινώδη χιτώνα του οφθαλμού, είναι η πρώτη περιοχή εισόδου του φωτός στον οφθαλμό. Η ίριδα – το χρωματισμένο τμήμα του οφθαλμού που προσδιορίζει το ατομικό χρώμα – είναι το οπτικό διάφραγμα του οφθαλμού το οποίο διαστέλλει και συστέλλει την κόρη ρυθμίζοντας την ποσότητα του φωτός που εισέρχεται στον οφθαλμό. Μαζί με το ακτινωτό σώμα και τον χοριοειδή, αποτελούν τον ραγοειδή χιτώνα, μεταξύ του ινώδη και του αμφιβληστροειδή. Ο φακός εστιάζει το φως επί της ωχράς κηλίδας του αμφιβληστροειδούς. Τα ραβδία και κωνία είναι ειδικά αισθητηριακά κύτταρα του αμφιβληστροειδούς, περιέχουν φωτοχρωστικές, απορροφούν τα φωτόνια της φωτεινής ακτινοβολίας, μετατρέπουν τα φωτεινά σήματα σε ηλεκτρικά δυναμικά και μεταβιβάζουν το φως μέσω ηλεκτρικών σημάτων στον εγκέφαλο δια της οπτικής οδού για επεξεργασία. Τα κωνία είναι υπεύθυνα για τη χρωματική όραση και όραση στο λαμπρό φως, ενώ τα ραβδία είναι χρήσιμα για ορατότητα στο χαμηλό φως1.
Το υδατοειδές υγρό πληρεί τον οπίσθιο και πρόσθιο θάλαμο του οφθαλμού. Η παραγωγή του υδατοειδούς υγρού είναι συνεχής καθώς και η αποχέτευσή του. Το υδατοειδές υγρό αποχετεύεται διαμέσου του δοκιδωτού σχηματισμού της γωνίας του προσθίου θαλάμου και του σωλήνα του Schlemm. Η ισορροπία ανάμεσα στην παραγωγή και στο ρυθμό αποχέτευσης του υδατοειδούς υγρού είναι κριτικής σημασίας. Εάν ο ρυθμός αποχέτευσης του υδατοειδούς υγρού ελαττωθεί σημαντικά τότε αυξάνεται η ενδοφθάλμια πίεση και μπορεί να προκληθεί καταστροφή των γαγγλιακών κυττάρων του αμφιβληστροειδούς (παθογένεια γλαυκώματος). Φάρμακα που τροποποιούν την παραγωγή ή την απέκκριση του υδατοειδούς υγρού μπορεί να προκαλέσουν ή να μετριάσουν το γλαύκωμα1.
Σε αυτή την ανασκόπηση, εμείς αναφερόμαστε στις πλέον συχνές αναγνωρισθείσες οφθαλμικές διαταραχές προκαλούμενες από φάρμακα, στις ειδικές κλινικές τους εκδηλώσεις και στους πιθανούς μηχανισμούς δράσεως.
Φάρμακα Προκαλούντα Κερατοειδοπάθεια
Υπάρχουν φάρμακα τα οποία χορηγούμενα συστηματικά για θεραπεία προκαλούν εναποθέσεις χρωστικής στο επιθήλιο του κερατοειδούς. Αυτά είναι κυρίως η Χλωροκίνη (Nivaquine) και η Υδροξυχλωροκίνη (Plaquenil) και το αντιαρρυθμικό Αμιοδαρόνη (Angoron). Οι εναποθέσεις δεν επηρεάζουν την οπτική οξύτητα και συνήθως υποστρέφουν με την διακοπή του φαρμάκου. Η εύρεση εναποθέσεων στον κερατοειδή δεν αποτελεί ένδειξη διακοπής της θεραπείας. Το αντιψυχωσικό φάρμακο Χλωροπρομαζίνη (Largactil) προκαλεί αντίστοιχα εναποθέσεις στο ενδοθήλιο του κερατοειδούς.
Φάρμακα Προκαλούντα Γλαύκωμα
Το γλαύκωμα είναι μια μορφή οπτικής νευροπάθειας με ειδική απώλεια οπτικού πεδίου. Αυτό συχνά συνοδεύεται με αυξημένη ενδοθφάλμια πίεση και μπορεί να διαιρεθεί σε δύο μορφές, πρωτοπαθές και δευτεροπαθές. Όλοι οι τύποι του γλαυκώματος ταξινομούνται ως γλαύκωμα ανοικτής ή κλειστής γωνίας με βάση την κατάσταση της ιριδοκερατοειδικής γωνίας.
Το γλαύκωμα μπορεί να παρατηρηθεί ως συνέπεια της απευθείας χορηγήσεως ορισμένων φαρμάκων επί του οφθαλμού ή συστηματικής χορηγήσεως. Η μη θεραπεία του φαρμακευτικού γλαυκώματος μπορεί να προκαλέσει την απώλεια της όρασης.
Το φαρμακευτικό γλαύκωμα είναι μια μορφή δευτεροπαθούς γλαυκώματος προκαλουμένου από τοπικώς και συστηματικώς χορηγούμενα φάρμακα. Τα πλέον συχνά φάρμακα είναι τα γλυκοκορτικοειδή τα οποία προκαλούν γλαύκωμα ανοικτής γωνίας. Διάφορα άλλα φάρμακα, όπως τα αντιπηκτικά, αντιεπιληπτικά, αντικαταθλιπτικά και αδρενεργικοί ανταγωνιστές, έχουν αναφερθεί ότι προκαλούν οξύ γλαύκωμα κλειστής γωνίας και ειδικότερα σε άτομα με προδιάθεση σε γλαύκωμα κλειστής γωνίας1.
Στεροειδή: Τα στεροειδή προκαλούν γλαύκωμα ανοικτής γωνίας. Γλαύκωμα δεν θα αναπτύξουν όλοι οι ασθενείς που λαμβάνουν στεροειδή. Στους παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνονται προϋπάρχον πρωτοπαθές γλαύκωμα ανοικτής γωνίας, υψηλή μυωπία, σακχαρώδης διαβήτης, οικογενές ιστορικό γλαυκώματος και νεαρή ηλικία2. Το γλαύκωμα από στεροειδή παρατηρείται συνήθως κατόπιν τοπικής εφαρμογής. Κι άλλες μορφές χορηγήσεως, όπως η εισπνοή, από το στόμα, ενδοφλεβίως, περιοφθαλμική και εντός του υαλοειδούς σώματος μπορεί επίσης να προκαλέσουν αύξηση της ενδοφθάλμιας πίεσης. Έχει βρεθεί ότι 18-36% του γενικού πληθυσμού και 46-92% των ασθενών με πρωτοπαθές γλαύκωμα ανοικτής γωνίας αντιδρούν στη τοπική οφθαλμική χορήγηση των κορτικοστεροειδών με την αύξηση της ενδοφθάλμιας πίεσης εντός 2-4 εβδομάδων μετά την έναρξη εφαρμογής της θεραπείας.
Τοπικώς εφαρμοσμένες οφθαλμικές κρέμες κορτικοστεροειδών στην περικογχική περιοχή μπορεί επίσης να αυξήσουν την ενδοφθάλμια πίεση. Ο κίνδυνος της αύξησης της ενδοφθάλμιας πίεσης αυξάνεται με την διάρκεια της χρήσης και μπορεί να συσχετιστεί ευθέως προς την αντιφλεγμονώδη δράση. Η συχνότητα αύξησης της ενδοφθάλμιας πίεσης είναι μικρότερη (κατά σειρά εμφάνισης) με την ενδοφλέβια, παρεντερική και εισπνευστική οδό χορηγήσεως των κορτικοστεροειδών.
Η αύξηση της ενδοφθάλμιας πίεσης μπορεί να είναι βαθμιαία και ασυμπτωματική και σε ασθενείς με χρόνια θεραπεία με κορτικοστεροειδή μπορεί να παραμένει αδιάγνωστη προκαλώντας γλαυκωματική βλάβη του οπτικού νεύρου3,4.
Όλοι οι ασθενείς που λαμβάνουν τοπικά οφθαλμικά στεροειδή, περιοφθαλμικά ή ενδοφθάλμια, ή συστηματική θεραπεία με κορτιζόνη είναι αναγκαίο να παρακολουθούνται σε τακτά χρονικά διαστήματα από οφθαλμίατρο5,6.
Στην οξεία μορφή της αυξημένης ενδοφθάλμιας πίεσης από στεροειδή, η διακοπή των στεροειδών μπορεί να προκαλέσει την ομαλοποίηση της ενδοφθάλμιας πίεσης εντός ημερών. Στη χρόνια μορφή, η αυξημένη ενδοφθάλμια πίεση μπορεί να διατηρηθεί από μια μέχρι τέσσερις εβδομάδες. Η θεραπεία του γλαυκώματος από στεροειδή περιλαμβάνει τη χρήση τοπικών φαρμάκων του γλαυκώματος, Laser τραμπεκουλοπλαστική, χειρουργική δημιουργία αμπούλας παροχέτευσης ή ένα εκ των άλλων μέτρων της θεραπείας του πρωτοπαθούς γλαυκώματος ανοικτής γωνίας7.
Μη στεροειδή Φάρμακα: Αντίθετα από τα κορτικοστεροειδή, σημαντικός αριθμός μη στεροειδικών παραγόντων συνοδεύονται με την πρόκληση γλαυκώματος.
Η αιτιολογία αυτού του γλαυκώματος είναι ποικίλλη1. Η κυριότερη αιτία του γλαυκώματος σε αυτούς τους ασθενείς παρουσιάζεται με τα φάρμακα που έχουν δράση ομοιάζουσα με εκείνη της ατροπίνης, προκαλώντας διαστολή της ίριδας. Σε αυτή την κλάση περιλαμβάνονται τα αντικαταθλιπτικά, αντιψυχωσικά, αναστολείς της μονοαμινοοξειδάσης (ΜΑΟ), αντιπαρκινσονικά, αντιϊσταμινικά, σπασμολυτικά, μυδριατικά, συμπαθητικά φάρμακα και η τοξίνη της αλλαντίασης. Η παρατηρούμενη διαστολή της ίριδας με αυτά τα φάρμακα μπορεί να είναι αρκετή για να επισπεύσει το γλαύκωμα κλειστής γωνίας σε ασθενείς με στενές γωνίες8.
Όσον αφορά το γλαύκωμα κλειστής γωνίας, οι αιτίες της αυξημένης ενδοφθάλμιας πίεσης είναι πολύ περισσότερες και περιλαμβάνουν την απελευθέρωση χρωστικής από την ίριδα κατά την διάρκεια της διαστολής αυτής με επακόλουθη απόφραξη του διηθητικού ηθμού. Εναλλακτικά, ορισμένα φάρμακα έχει βρεθεί ότι προκαλούν ιδιοπαθή εξοίδηση του φακού συνοδευόμενη με γλαύκωμα κλειστής γωνίας. Σε αυτά τα φάρμακα περιλαμβάνονται οι σουλφοναμίδες.
Οι σουλφοναμίδες έχει αποδειχθεί ότι προκαλούν γλαύκωμα κλειστής γωνίας μέσω διαφορετικών μηχανισμών. Σε ειδικά προδιατεθειμένα άτομα προκαλούν ιδιοσυγκρασιακή πρόσθια παρεκτόπιση και οίδημα του ακτινωτού συνοδευόμενη με διήθηση του χοριοειδούς (uveal effusion) και αύξηση της ενδοφθάλμιας πίεσης. Παρόμοιος μηχανισμός έχει βρεθεί και σε λήψη του αντιεπιληπτικού τοπιραμάτη, που χρησιμοποιείται και για την ημικρανία9.
Από τα αντιϊσταμινικά φάρμακα, οι αναστολείς Η1 υποδοχέων, η προμεθαζίνη και η ορφεναδρίνη έχουν βρεθεί ότι επισπεύδουν τον παροξυσμό του γλαυκώματος κλειστής γωνίας8,9.
Από τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα, οι τρικυκλικοί παράγοντες αμιτρυπτιλίνη (ο πλέον συχνά αναφερθείς παράγοντας, Saroten) και ιμπραμίνη και οι μη τρικυκλικοί παράγοντες μιανσερίνη, φλουοξετίνη, παροξετίνη, μαπροτιλίνη, φλουβοξαμίνη, βενλαφαξίνη, κιταλοπράμη και εσκιταλοπράμη, έχουν αποδειχτεί ότι συνοδεύονται με παροξυσμούς γλαυκώματος κλειστής γωνίας.
Γλαύκωμα κλειστής γωνίας μπορεί επίσης να προκαλέσουν τα αντιεπιληπτικά (τοπιραμάτη), αντιπαρκινσονικά (καμπεργολίνη, ορφεναδρίνη, βενζεξόλη) αντιψυχωτικά (περφεναζίνη, τριφλουπεραζίνη, φλουφεναζίνη), βενζοδιαπίνες, αναπνευστικά φάρμακα με αντιχολινεργικές επιδράσεις (βρωμιούχο ιπρατρόπιουμ, βρωμιούχο τριατροπιουμ) καρδιακοί παράγοντες (δισοπυραμίδη), σπασμολυτικά, αντιχολινεργικοί παράγοντες, αντιαιμορροϊδικοί παράγοντες περιέχοντες αδρεναλίνη και αναισθητικά (σουκκινυλοχολίνη, κεταμίνη)8,9.
Από πλευράς συμπτωματολογίας στο γλαύκωμα από στεροειδή, η αύξηση της πιέσεως είναι βαθμιαία. Έτσι, υπάρχουν πολύ λίγα συμπτώματα κατά τη διάρκεια του πρώιμου σταδίου της νόσου. Κατά το τελικό στάδιο, οι ασθενείς μπορεί να παραπονούνται για απώλεια της περιφερικής όρασης. Κατά το πλέον εξελικτικό στάδιο, όταν η κεντρική όραση είναι επίσης επηρεασμένη, οι ασθενείς μπορεί να παραπονούνται για κηλιδώδη όραση.
Στο φαρμακευτικό γλαύκωμα κλειστής γωνίας, τα συμπτώματα είναι ίδια με αυτά του πρωτοπαθούς γλαυκώματος κλειστής γωνίας. Περιλαμβάνουν το αιφνίδιο οφθαλμικό άλγος, κεφαλαλγία συνοδευόμενη με ναυτία και/ή έμετο, κηλιδώδη όραση και φωτοστέφανο πέριξ των αντικειμένων10.
Φάρμακα Προκαλούντα Οπτική Νευροπάθεια
Το οπτικό νεύρο μεταφέρει την οπτική πληροφορία από τον αμφιβληστροειδή στον εγκέφαλο. Οι οπτικές νευροπάθειες είναι διαταραχές του οπτικού νεύρου περιλαμβανομένης της εκφύλισης του οπτικού νεύρου. Η οπτική νευροπάθεια δεν θα πρέπει να συγχέεται με την οπτική νευρίτιδα. Αμφότερες μπορεί να προκαλούν προβλήματα στην όραση. Η οπτική νευρίτιδα συμπεριλαμβάνει φλεγμονή του οπτικού νεύρου ενώ η οπτική νευροπάθεια αναφέρεται στη βλάβη από οποιαδήποτε αιτία. Η οπτική νευρίτιδα είναι όμως μια από τις κύριες αιτίες της οπτικής νευροπάθειας.
Οι οπτικές νευροπάθειες μπορεί να είναι είτε κληρονομικές ή επίκτητες. Οι επίκτητες αιτιολογίες της οπτικής νευροπάθειας περιλαμβάνουν ισχαιμικούς, θρεπτικούς και τοξικούς τύπους11,12. Η οπτική νευροπάθεια προκαλούμενη από φάρμακα είναι τοξικού τύπου. Ο μηχανισμός προκλήσεως της φαρμακευτικής οπτικής νευροπάθειας περιλαμβάνει τη μιτοχονδριακή δυσλειτουργία, διαταραχή της αιματικής ροής προς το οπτικό νεύρο και άγνωστους μηχανισμούς11,12.
Τα συνήθη συμπτώματα της οπτικής νευροπάθειας περιλαμβάνουν ελάττωση της όρασης στο κεντρικό πεδίο, η οποία τυπικώς είναι αμφοτερόπλευρη αλλά μπορεί να είναι μονόπλευρη σε ορισμένες περιπτώσεις, ελλείμματα του οπτικού πεδίου και οίδημα του οπτικού νεύρου. Η εμφάνιση των συμπτωμάτων είναι βραδεία και ανώδυνη13.
Στην φαρμακευτική οπτική νευροπάθεια η απόσυρση του υπευθύνου φαρμάκου μπορεί να προκαλέσει την ανακούφιση των συμπτωμάτων14.
Στον Πίνακα 1 παρουσιάζονται τα φάρμακα που έχουν αναφερθεί ότι προκαλούν οπτική νευροπάθεια.
Πίνακας 1. Φάρμακα Προκαλούντα Οπτική Νευροπάθεια
Λινεζολίδη | Ομεπραζόλη | Ανασταλτικά της ωορρηξίας |
Τετρακυκλίνες | Ναπροξένη | Κλομιφαίνη |
Χλωραμφενικόλη | Κορτικοστεροειδή | Λίθιο |
Σουλφοναμίδες | Βρωμοκρυπτίνη | Ιντερφερόνη |
Μετρονιδαζόλη | Παροξετίνη | Ταμοξιφαίνη |
Ισονιαζίδη | Ισοτρετινοϊνη | Μεθοτρεξάτη |
Εθαμβουτόλη | Βιγκαμπατρίνη | Κυκλοφωσφαμίδη |
Αμιοδαρόνη | Δισουλφιράμη | Αναστολείς PDE-5 |
Λινεζολίδη: Η λινεζολίδη είναι αντιβιοτικό χρησιμοποιούμενο στην θεραπεία Gram-θετικών λοιμώξεων και ειδικότερα εναντίον του σταφυλοκόκκου ανθεκτικού στην μεθυκιλλίνη. Η οπτική νευροπάθεια έχει αναφερθεί σε ασθενείς που έλαβαν λινεζολίδη και ειδικότερα σε αυτούς με θεραπεία μακράς διαρκείας πέραν των 28 ημερών. Οπτική νευροπάθεια έχει παρατηρηθεί με μακράς διαρκείας θεραπεία με λινεζολίδη με αναφερθείσα διάρκεια θεραπείας κυμαινόμενη από 5 έως 11 μήνες σε δόσεις 600-1200mg ημερησίως14,15. Θάμβος οράσεως έχει αναφερθεί σε ασθενείς που έλαβαν λινεζολίδη για διάστημα μικρότερο (16 ημέρες)16. Τα συμπτώματα (αλλαγές στην οπτική οξύτητα, διαταραχές της χρωματικής αντίληψης, θάμβος οράσεως ή έλλειμμα στο οπτικό πεδίο) εμφανίζονται βαθμιαίως και υπάρχει ανώδυνη εμφάνιση της αμφοτερόπλευρης οπτικής απώλειας. Η διακοπή της λινεζολίδης προκάλεσε τη βελτίωση των οπτικών συμπτωμάτων σε όλες τις αναφερθείσες περιπτώσεις. Σημειώνεται ότι όλοι οι ασθενείς που λαμβάνουν λινεζολίδη για εκτεταμένες περιόδους (π.χ. 3 μήνες ή περισσότερο) θα πρέπει να παρακολουθούνται για οπτικές ανωμαλίες.
Εθαμβουτόλη: Η πλέον σημαντική ανεπιθύμητη ενέργεια της εθαμβουτόλης είναι η οπτική νευρίτις χαρακτηριζόμενη από ελαττωμένη οπτική οξύτητα, περιορισμό του οπτικού πεδίου, κεντρικά και περιφερικά σκοτώματα και απώλεια διακρίσεως ερυθρού-πράσινου χρώματος. Έχει καλώς κατοχυρωθεί ότι είναι η αιτία της οπτικής νευροπάθειας σε ποσοστό πλέον του 50% των ασθενών που λαμβάνουν το φάρμακο. Οι περισσότεροι ασθενείς με οπτική νευροπάθεια έχουν λάβει δόσεις 60 – 100mg/Kg ημερησίως, τα δε συμπτώματα εμφανίστηκαν μετά 2 έως 12 μήνες της θεραπείας17. Η συνιστώμενη δόση της εθαμβουτόλης για την φυματίωση είναι 15mg/Kg ημερησίως. Η οπτική νευροπάθεια από την εθαμβουτόλη είναι δοσοεξαρτώμενη και ειδικότερα αυτή παρατηρείται στο 18% των ασθενών με δόση 35mg/Kg ημερησίως, 5-6% με δόση 25mg/Kg ημερησίως και ολιγότερο του 1% με δόση 15 mg/Kg ημερησίως18.
Όταν η οπτική τοξικότητα διαπιστωθεί πρωίμως και η εθαμβουτόλη διακοπεί αμέσως τα οπτικά ελλείμματα είναι γενικά αναστρέψιμα για περίοδο εβδομάδων ή μηνών. Οι αλλοιώσεις μπορεί να μην είναι αναστρέψιμες σε ορισμένους πληθυσμούς, περιλαμβανομένων των γηριατρικών ασθενών και αυτών που λαμβάνουν το φάρμακο χρονίως19. Ο ακριβής μηχανισμός για την οπτική νευροπάθεια από την εθαμβουτόλη είναι άγνωστος.
Ισονιαζίδη: Η ισονιαζίδη, ένα άλλο αντιφυματικό φάρμακο, έχει αναφερθεί ως αιτία της οπτικής νευροπάθειας. Πάντως, εφόσον η ισονιαζίδη χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με την εθαμβουτόλη, η οποία επίσης ενοχοποιείται στην πρόκληση της οπτικής νευροπάθειας, ο καθορισμός της αιτίας του προβλήματος είναι συχνά δύσκολος. Η συχνότητα της οπτικής νευροπάθειας από την ισονιαζίδη είναι μικρή και αναστρέψιμη1,2.
Χλωραμφενικόλη: Οπτική νευρίτις, σπανίως προκαλούσα τύφλωση, έχει αναφερθεί μετά μακράς διαρκείας θεραπεία με χλωραμφενικόλη. Τα οφθαλμικά συμπτώματα συνήθως περιλαμβάνουν αμφοτερόπλευρη ελάττωση της οπτικής οξύτητας και κεντρικά σκοτώματα. Εάν παρατηρηθεί οπτική νευρίτιδα, η χλωραμφενικόλη θα πρέπει να διακοπεί αμέσως20.
Αμιοδαρόνη: Η αμιοδαρόνη είναι αντιαρρυθμικός παράγοντας κλάσεως III. Η οπτική νευροπάθεια από την αμιοδαρόνη παρατηρείται σπανίως (<2%), αλλά μπορεί να είναι σοβαρή, προκαλώντας απώλεια της όρασης. Η οπτική νευροπάθεια που συνοδεύει την αμιοδαρόνη έχει βραδεία εμφάνιση με βραδεία εξέλιξη που μπορεί τελικά να προκαλέσει αμφοτερόπλευρη απώλεια όρασης και οίδημα του οπτικού δίσκου. Ο ακριβής μηχανισμός προκλήσεως αυτής της επιπλοκής είναι άγνωστος. Εάν υποπτευθεί η οπτική νευροπάθεια, η αμιοδαρόνη θα πρέπει να διακοπεί, καθόσον η βλάβη μπορεί να είναι μόνιμη20,21.
Αναστολείς της Φωσφοδιεστεράσης Τύπου 5 (PDE-5): Οι αναστολείς της φωσφοδιεστεράσης PDE-5 χρησιμοποιούνται στη θεραπεία της στυτικής δυσλειτουργίας στους άνδρες. Υπάρχουν τρείς παράγοντες διαθέσιμοι: σιλντεναφίλη (Viagra), τανταλαφίλη (Cialis) και ναρντεναφίλη (Levitra). Αυτά δρουν δια της εκλεκτικής αναστολής της PDE τύπου 5. Τα φάρμακα αυτά είναι ειδικά για PDE-5 και έχει βρεθεί ότι έχουν ανασταλτικές επιδράσεις επί του RDE-6, ένα ισοένζυμο εκφραζόμενο στα ραβδία και κωνία του οφθαλμού. Είναι θεωρητικό ότι η αναστολή του PDE-6 προκαλεί ορισμένες οπτικές διαταραχές συνδυαζόμενες με τη χρήση αυτών των φαρμάκων22. Οι αναστολείς της PDE-5 ευθύνονται για περίπου 19% των φαρμακευτικών οφθαλμικών τοξικών επιδράσεων23. Ο μηχανισμός είναι άγνωστος.
Οι αναστολείς της PDE-5 προκαλούν μη-αρτηριτιδική πρόσθια ισχαιμική οπτική νευροπάθεια (ΝΑΙΟΝ), η οποία προκαλεί ελάττωση της όρασης και η οποία περιλαμβάνει τη μόνιμη απώλεια αυτής. Η νόσος παρατηρείται αιφνιδίως, είναι συνήθως ανώδυνη και έχει ως αποτέλεσμα τη μη αναστρέψιμη μερική απώλεια της όρασης23. Οι περισσότεροι, αλλά όχι όλοι από αυτούς τους ασθενείς, έχουν υποκείμενους ή αγγειακούς παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη ΝΑΙΟΝ στους οποίους περιλαμβάνονται ηλικία (μεγαλύτερη των 50 ετών), σακχαρώδης διαβήτης, υπέρταση, στεφανιαία νόσος, υπερλιπιδαιμία και κάπνισμα.
Στις αναφερθείσες περιπτώσεις ΝΑΙΟΝ, οι περισσότερες παρατηρούνται 24 ώρες μετά τη χορήγηση, συνήθως κατά την πρωινή έγερση. Οι ασθενείς παρουσιάζονται με θάμβος οράσεως και απώλεια του οπτικού πεδίου. Επιπρόσθετα, οι περισσότεροι ασθενείς βρέθηκε να έχουν μικρούς οπτικούς δίσκους ως παράγοντα κινδύνου παραλλήλως με διάφορες καρδιαγγειακές νόσους24.
Ταμοξιφαίνη: Η ταμοξιφαίνη έχει ενοχοποιηθεί στην αιτιολογία της τοξικής οπτικής νευροπάθειας, ακόμη και σε χαμηλές δόσεις.
Ισοτρετινοϊνη: Η ισοτρετινοϊνη χρησιμοποιείται στη θεραπεία της κοινής ακμής, έχει περιγραφεί σπανίως ως αιτία τοξικής οπτικής νευροπάθειας και εκδηλώνεται με ελάττωση της νυκτερινής όρασης (νυκταλωπία) και απώλεια της χρωματικής αντίληψης.
Άλλα φάρμακα τα οποία ενοχοποιούνται στην πρόκληση οπτικής νευροπάθειας περιλαμβάνουν τις σουλφοναμίδες, χλωροκίνη, κινίνη, βινκριστίνη, μεθοτρεξάτη και κυκλοφωσφαμίδη.
Φάρμακα Προκαλούντα Καταρράκτη
Καταρράκτης είναι η αδιαφάνεια του οφθαλμού η οποία προκύπτει συνήθως ως το αποτέλεσμα γήρανσης, τραύματος, ενδοκρινικών ή μεταβολικών παθήσεων, ενδοφθάλμιων παθήσεων ή ως παρενέργεια της χρήσης καπνού ή ορισμένων φαρμάκων.
Η ανάπτυξη καταρράκτη σε συνδυασμό με τη χρήση ορισμένων φαρμάκων είναι επαρκώς τεκμηριωμένη.
Στην πρόκληση καταρράκτη, από φαρμακευτικής απόψεως, έχουν ενοχοποιηθεί διάφορα φάρμακα στα οποία περιλαμβάνονται τα κορτικοστεροειδή, φαινοθειαζίνες, αμιοδαρόνη, αλλοπουρινόλη, χρυσός, μυωτικά, διαζεπάμη, τετρακυκλίνες, σουλφοναμίδες, βουσουλφάνη, αντιϋπερτασικά φάρμακα, αντικαταθλιπτικά, τερβιναφίνη, ισοτρετινοϊνη και μεφλοκίνη28,29.
Κορτικοστεροειδή: Η παρατεταμένη χρήση των κορτικοστεροειδών μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τον οπίσθιο υποκαψικό και πυρηνικό καταρράκτη (ιδιαιτέρως στα παιδιά). Η σχέση μεταξύ της παρατεταμένης χρήσης των κορτικοστεροειδών και οπίσθιου υποκαψικού καταρράκτη (ΟΥΚ) ήταν γνωστή από το 1960. Διάφορες μελέτες έχουν δείξει ότι ο σχηματισμός του καταρράκτη οφείλεται στη χρήση κορτικοστεροειδών. Όσο μεγαλύτερη είναι η δόση, τόσο μεγαλύτερη είναι η επί τοις εκατό αναλογία σχηματισμού του καταρράκτη. Τα αποτελέσματα μεγάλης μελέτης έδειξαν ότι η χρήση από του στόματος εισπνεόμενων κορτικοστεροειδών συνοδεύεται με την ανάπτυξη ΟΥΚ30. Στα παιδιά, ο σχηματισμός ΟΥΚ είναι ταχύτερος και με μικρότερη δόση. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, σε σύγκριση με τη δόση-επίδραση, η ατομική ευαισθησία είναι επίσης ένας πολύ σημαντικός παράγοντας που πολύ πιθανόν οφείλεται σε γενετική μεταβλητότητα. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, η δοσοεξαρτώμενη επίδραση των κορτικοστεροειδών είναι πρόβλημα για το οποίο ο ιατρός πρέπει να έχει πρώτο ρόλο στην εφαρμογή της θεραπείας.
Δεν είναι δυνατόν να προβλεφθεί εάν και πότε η χορήγηση κορτικοστεροειδών θα αυξήσει την πιθανότητα για τον σχηματισμό καταρράκτη. Έτσι το καλύτερο είναι όπως ο ασθενής που λαμβάνει θεραπεία με κορτικοστεροειδή να υποβάλλεται σε προσεκτική οφθαλμολογική εξέταση ανά τακτά διαστήματα.
Φαινοθειαζίνες: Οι φαινοθειαζίνες και τα ανάλογα αυτών έχουν χρησιμοποιηθεί ευρέως ως αντιψυχωσικά φάρμακα. Οι φαινοθειαζίνες βρέθηκε ότι προκαλούν καταρράκτη ως επιπλοκή της θεραπείας μακράς διαρκείας31. Κατά τη χορήγηση υψηλών δόσεων φαινοθειαζινών για μακρό χρονικό διάστημα βρέθηκε ότι εναποτίθενται πέντε διαφορετικά υλικά στο φακό του οφθαλμού και ειδικότερα στο πρόσθιο τμήμα αυτού.
Αντιϋπερτασικά φάρμακα: Σύμφωνα με μια Αυστραλιανή μελέτη βρέθηκε ότι ορισμένα αντιϋπερτασικά φάρμακα αυξάνουν κατά πολύ τον κίνδυνο της ανάπτυξης καταρράκτη. Οι δύο κατηγορίες των φαρμάκων που συνδέονται με την ανάπτυξη καταρράκτη είναι οι β-αποκλειστές και οι αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης. Οι χρησιμοποιούντες β-αποκλειστές είχαν 61% μεγαλύτερη πιθανότητα να υποβληθούν σε εγχείρηση αφαίρεσης καταρράκτη, ενώ οι χρησιμοποιούντες αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης είχαν 54% μεγαλύτερη πιθανότητα εγχείρησης32.
Φάρμακα Προκαλούντα Ανωμαλίες του Αμφιβληστροειδούς
Ο αμφιβληστροειδής χιτώνας είναι ο εσώτερος χιτώνας του οφθαλμικού βολβού, δέχεται τα εστιαζόμενα από τον φακό είδωλα και περιέχει του υποδοχείς της όρασης, τα ραβδία και τα κωνία. Οι τοξικές ουσίες μπορεί να φτάσουν στον αμφιβληστροειδή διαμέσου του αίματος με εν δυνάμει αποτέλεσμα σημαντικές οπτικές διαταραχές.
Ανθελονοσιακά φάρμακα: Τα ανθελονοσιακά φάρμακα υδροξυχλωροκίνη και λιγότερο η χλωροκίνη έχουν αντιφλεγμονώδεις, αντιθρομβωτικές και ανοσοδιεγερτικές επιδράσεις. Η υδροξυχλωροκίνη χρησιμοποιείται στη θεραπεία διαφόρων καταστάσεων περιλαμβανομένων της ελονοσίας και πλέον συχνά του συστηματικού ερυθηματώδους λύκου και της ρευματοειδούς αρθρίτιδας. Οι τυπικές δόσεις της υδροξυχλωροκίνης είναι 200-400mg ημερησίως για τον συστηματικό ερυθηματώδη λύκο και τη ρευματοειδή αρθρίτιδα με τους ασθενείς να λαμβάνουν αυτά τα φάρμακα απροσδιόριστα.
Αμφότερες, η υδροξυχλωροκίνη και η χλωροκίνη, φέρουν τον κίνδυνο οφθαλμικής τοξικότητας. Ο μηχανισμός της τοξικότητας δεν είναι καλώς γνωστός. Τα φάρμακα επιδρούν στο μεταβολισμό των κυττάρων του αμφιβληστροειδούς και συνδέουν τη μελανίνη στο χρωστικό επιθήλιο του αμφιβληστροειδούς, αν και είναι άγνωστο ότι αυτή προκαλεί τοξικότητα33. Σε πρώιμα στάδια της τοξικότητας η οπτική οξύτητα μπορεί να είναι αμετάβλητη με ορισμένες μικρές δυσκολίες στην ανάγνωση. Εφόσον συνεχίζεται η έκθεση στο φάρμακο, μπορεί να παρατηρηθεί απώλεια της όρασης. Η τοξικότητα από αμφότερα τα φάρμακα χαρακτηρίζεται από αμφοτερόπλευρη δυστροφία της ωχράς κηλίδας – ωχροπάθεια δίκην κεφαλής βοός (bull’s eye maculopathy) – κατά την οφθαλμολογική εξέταση33.
Έχουν διαπιστωθεί αρκετοί παράγοντες κινδύνου από πλευράς ασθενών για υψηλού κινδύνου αμφιβληστροειδοπάθεια από την υδροξυχλωροκίνη. Εφόσον η διάρκεια της θεραπείας είναι 5 έως 7 ημέρες, ο κίνδυνος της αμφιβληστροειδοπάθειας είναι περίπου 1%33. Συσσωρευτικές δόσεις του 1g ή ημερήσιες δόσεις μεγαλύτερες των 400mg ημερησίως επίσης οδηγούν σε μεγαλύτερο κίνδυνο για τοξικότητα. Επίσης, ασθενείς με υποκείμενη νεφρική ή ηπατική νόσο, λόγω του μεταβολισμού και απέκκρισης του φαρμάκου μέσω αυτών, είναι υψηλότερου κινδύνου για αυξημένα επίπεδα του φαρμάκου στο αίμα. Οι υπερήλικες ασθενείς και αυτοί με προϋπάρχουσα νόσο του αμφιβληστροειδούς πιστεύεται ότι είναι υψηλότερου κινδύνου αφού αυτοί μπορεί να είναι περισσότερο επιρρεπείς στην ανάπτυξη οφθαλμικών επιπλοκών33.
Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει θεραπεία για την αμφιβληστροειδοπάθεια από υδροξυχλωροκίνη. Η διακοπή μπορεί να βοηθήσει στην διακοπή της εξελίξεως, αλλά η βλάβη μπορεί να μην είναι αναστρέψιμη. Για τον λόγο αυτό επιβάλλεται προ της ενάρξεως της θεραπείας η οφθαλμολογική εξέταση και η συνεχής, σε τακτά χρονικά διαστήματα, παρακολούθηση33.
Ταμοξιφαίνη: Η ταμοξιφαίνη, ένας ανταγωνιστής των οιστρογόνων, χρησιμοποιείται κυρίως στην αντιμετώπιση του μεταστατικού αδενοκαρκινώματος του μαστού. Η τοξικότητα συνίσταται στον σχηματισμό κρυστάλλων στον αμφιβληστροειδή που μπορεί να είναι ασυμπτωματική ή μπορεί να είναι η αιτία ήπιας κεντρικής οπτικής διαταραχής παράλληλα με τη δυσχρωματοψία. Αυτά τα όψιμα οπτικά συμπτώματα γενικά παρατηρούνται δευτεροπαθώς με την ανάπτυξη κυστεοειδούς οιδήματος της ωχράς. Οι λευκάζοντες διαθλώμενοι κρύσταλλοι ανευρίσκονται στον οπίσθιο πόλο και περιβάλλουν κυκλοτερώς την ωχρά κηλίδα. Οι ασυμπτωματικοί ασθενείς με αμφιβληστροειδικούς κρυστάλλους μπορεί να παρακολουθούνται, ενώ σε ασθενείς με κατοχυρωθείσα οπτική απώλεια ή κυστεοειδές οίδημα της ωχράς το φάρμακο διακόπτεται προκειμένου να περιοριστεί ή προληφθεί η μόνιμη οπτική βλάβη34.
Τοπιραμάτη: Η τοπιραμάτη χρησιμοποιείται για τη θεραπεία των σπασμών και προφυλακτικά εναντίον της ημικρανίας. Η τοπιραμάτη εκτός από αμφοτερόπλευρο γλαύκωμα κλειστής γωνίας που αναφέρθηκε, μπορεί με τον ίδιο μηχανισμό να προκαλέσει μυωπία χωρίς αμφιβληστροειδοπάθεια. Τα συμπτώματα τυπικώς παρατηρούνται εντός 1 μηνός από την έναρξη της θεραπείας με τοπιραμάτη. Όλες αυτές οι μεταβολές είναι αναστρέψιμες μετά την διακοπή του φαρμάκου35.
Θειοριδαζίνη: Η θειοριδαζίνη (Melleril) είναι ένας φαινοθειαζιδικός αντιψυχωτικός παράγοντας. Η τοξικότητα είναι είτε οξεία είτε χρόνια. Αυτή εκδηλώνεται με ελάττωση της όρασης, νυκταλωπία (αδυναμία καλής όρασης στο ημίφως ή κατά τη νύκτα) και δυσχρωματοψία. Σε βαρύτερες περιπτώσεις, μπορεί να παρατηρηθούν γενικευμένες αλλαγές στις οποίες περιλαμβάνονται αγγειακή λέπτυνση και διάχυτες κηλιδώδεις διαταραχές με την εικόνα αλατοπίπερου (salt and pepper) λόγω απώλειας χοριοτριχοειδών αγγείων και του Μελαγχρόου επιθηλίου του αμφιβληστροειδούς. Η διακοπή του φαρμάκου μπορεί να επιτρέψει την αυτόματη βελτίωση σε σπάνιες περιπτώσεις, αν και στις περισσότερες περιπτώσεις η οπτική απώλεια παραμένει ή ακόμη εξελίσσεται36.
Κανθαξανθίνη: Η κανθαξανθίνη χρησιμοποιείται στην λεύκη και τις φωτοευαίσθητες διαταραχές. Οφθαλμικές ανωμαλίες παρατηρούνται όταν χρησιμοποιείται για αυτές τις διαταραχές. Η τοξικότητα χαρακτηρίζεται από έναν ασυμπτωματικό δακτύλιο κίτρινο-πορτοκαλόχρουν κρυστάλλων στην περιοχή της ωχράς37.
Δεφεροξαμίνη: Η δεφεροξαμίνη χρησιμοποιείται για τη θεραπεία καταστάσεων με εκσεσημασμένα επίπεδα σιδήρου στον ορό, περιλαμβανομένης της αιμοχρωμάτωσης. Η κατάσταση είναι αναστρέψιμη με τη διακοπή του φαρμάκου με πλήρη ανάκτηση της οπτικής οξύτητας. Πάντως, επειδή το φάρμακο χρησιμοποιείται συχνά για χρόνιες καταστάσεις, όπως η θαλασσαιμία, για αυτό χρειάζεται όπως οι ασθενείς να παρακολουθούνται συχνά για τη διαπίστωση πρωίμου οπτικής απώλειας38.
Ροσιγλιταζόνη: Η ροσιγλιταζόνη είναι ένας από του στόματος αντιδιαβητικός παράγοντας που χρησιμοποιείται για την ελάττωση της ινσουλίνης στον σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Έχουν περιγραφεί σπάνιες περιπτώσεις νέας εμφάνισης ή επιδείνωσης του διαβητικού οιδήματος της ωχράς με ελαττωμένη οπτική οξύτητα και οι ασθενείς αυτοί αναφέρουν συχνά ταυτόχρονο περιφερικό οίδημα. Ορισμένοι ασθενείς με οίδημα της ωχράς παρουσιάζονται με συμπτώματα θάμβους οράσεως ή ελαττωμένη οπτική οξύτητα, αλλά σε άλλες περιπτώσεις αυτά διαπιστώνονται με την εν είδη ρουτίνας οφθαλμολογική εξέταση. Τα συμπτώματα βελτιώνονται σε ορισμένους ασθενείς μετά τη διακοπή της ροσιγλιταζόνης ή, σπανιότερα, μετά την ελάττωση της δόσης. Οι ασθενείς με ροσιγλιταζόνη που αναφέρουν οπτικά συμπτώματα πρέπει να παραπέμπονται αμέσως για οφθαλμολογική εξέταση39.
Διγοξίνη: Οι οφθαλμικές ανεπιθύμητες επιδράσεις της διγοξίνης είναι συχνές με υψηλές δόσεις και τα συμπτώματα κυμαίνονται από την ελαττωμένη όραση έως τις φωταψίες, ξανθοψία και σκοτώματα. Η διγοξίνη επιδρά επί των αμφιβληστροειδικών κυττάρων δια της αναστολής της ΑΤΡ αντλίας του νατρίου – καλίου και διαταραχής των επιπέδων καλίου. Όταν η διγοξίνη διακοπεί, τα οπτικά συμπτώματα υποχωρούν σε διάστημα εβδομάδων καθώς το φάρμακο μεταβολίζεται40.
Ιντερφερόνη: Η αμφιβληστροειδοπάθεια είναι καλώς γνωστή χαρακτηριστική ανεπιθύμητη επίδραση της θεραπείας με ιντερφερόνη και περιλαμβάνει βαμβακόμορφες αλλοιώσεις, ενδο-αμφιβληστροειδική και προ-αμφιβληστροειδική αιμορραγία και οίδημα της ωχράς. Η συχνότητα της αμφιβληστροειδοπάθειας από την ιντερφερόνη κυμαίνεται ευρέως από 18% έως 86%41. Τα συμπτώματα αναπτύσσονται εντός δύο εβδομάδων μέχρι τρείς μήνες από της ενάρξεως της θεραπείας, οι δε ασθενείς παραπονούνται για θάμβος οράσεως ή είναι απολύτως ασυμπτωματικοί. Η απώλεια της όρασης, αν και είναι σπάνια, μπορεί να παρατηρηθεί και είναι μη αναστρέψιμη. Οι ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη και/ή υπέρταση είναι πλέον πιθανόν να εμφανίσουν κλινικά σημεία αμφιβληστροειδοπάθειας με την ιντερφερόνη και δια τούτο πρέπει να είναι υπό στενή παρακολούθηση. Με τη διακοπή της ιντερφερόνης τα κλινικά χαρακτηριστικά συνήθως υποχωρούν αυτομάτως.
Βιγκαμπατρίνη: Η βιγκαμπατρίνη είναι αντιεπιληπτικό φάρμακο και μπορεί να προκαλέσει βλάβη στις γαγγλιακές ίνες και σκοτώματα. Ελλείμματα του οπτικού πεδίου, περιλαμβανομένης της μόνιμης απώλειας της όρασης, έχουν αναφερθεί σε νεογνά, παιδιά και ενήλικες. Εξελικτικό και μόνιμο αμφοτερόπλευρο συγκεντρικό περιορισμό του οπτικού πεδίου κυμαινόμενο από ήπιο έως σοβαρό έχει αναφερθεί στο 50% των ενηλίκων που λαμβάνουν το φάρμακο. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να επηρεασθούν η κεντρική αμφιβληστροειδική όραση και η οπτική οξύτητα. Η εμφάνιση της απώλειας όρασης είναι απρόβλεπτη και μπορεί να παρατηρηθεί σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή κατά τη διάρκεια της θεραπείας, ακόμη μετά μήνες ή έτη. Επειδή οι μεταβολές είναι συνήθως ασυμπτωματικές και μπορεί να μην είναι ευχερής η διαπίστωσή τους, για αυτό η απώλεια της όρασης είναι πιθανόν να παραμείνει αδιάγνωστη μέχρις ότου καταστεί σοβαρά. Η προκληθείσα βλάβη είναι μη αναστρέψιμη και δεν θα βελτιωθεί ακόμη και μετά τη διακοπή του φαρμάκου42. Σε όλους τους ασθενείς θα πρέπει να γίνεται περιοδική οφθαλμολογική εξέταση.
Ομεπραζόλη: Η ομεπραζόλη, ένας αναστολέας της αντλίας πρωτονίων (PPI), αποκλείει την παραγωγή γαστρικού οξέος στο στομάχι και χρησιμοποιείται για τη θεραπεία του πεπτικού έλκους, γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης και συνδρόμου Zollinger-Ellisson.
Οφθαλμικές ανεπιθύμητες επιδράσεις αναφέρονται σε ποσοστό <8% των ασθενών και περιλαμβάνουν θάμβος οράσεως, ερεθισμού των οφθαλμών, σύνδρομο ξηρού οφθαλμού, ατροφία οπτικού νεύρου, πρόσθια ισχαιμική οπτική νευροπάθεια, οπτική νευρίτιδα και διπλωπία. Οπτικές διαταραχές έχουν αναφερθεί με τη χρήση υψηλής δόσης ομεπραζόλης παρεντερικώς43,44.
Συμπέρασμα
Τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται στη θεραπεία των οφθαλμικών παθήσεων ή σε συστηματικές παθολογικές καταστάσεις είναι πιθανόν να είναι η αιτία ανεπιθύμητων συμβαμάτων στον οφθαλμό και να επηρεάζουν τις οφθαλμικές λειτουργίες. Οι ιατροί θα πρέπει να είναι ενήμεροι για τις ανεπιθύμητες αντιδράσεις που προκαλούνται στον οφθαλμό από συστηματικά χορηγούμενα φάρμακα της ειδικότητάς τους προκειμένου να αποφευχθεί, όσο αυτό είναι εφικτό, μια μόνιμη οπτική διαταραχή.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Fraunterfelder FW, Fraunfelder WF, Chambers KS. Drug-induced Ocular Side Effects. Clinical Ocular Toxicology 7th Edition. Elsevier, 2014.
- Lanchkar Y, Bouassida W. Drug-induced acute angle closure glaucoma. Curr Opin Ophthalmol 2007; 18: 129-133.
- Vedantham V. Intraocular pressure rise after intravitreal triamcinolone. Am J Ophthalmol 2005; 139; 575.
- Jones R III, Rhee DJ. Corticosteroid-induced ocular hypertension and glaucoma: a brief review and update of the literature. Curr Opin Ophthalmol 2006; 17: 163-167.
- Bollinger KE, Smith SD. Prevalence and management of elevated intraocular pressure after placement of an intravitreal sustained-release steroid implant. Curr Opin Ophthalmol 2009; 20: 99-103.
- Boonyaleephan S. Drug-induced secondary glaucoma. J Med Assoc Thai 2010; 93: Suppl 2; S118-S122.
- Razeghinejad MR, Myers JS, Katz LJ. Iatrogenic glaucoma and management. Am J Med 2011; 124: 20-25.
- Tripathi RC, Tripathi BJ, Hagger C, et al. Drug-induced glaucoma. Drug safety 2003; 26: 749-767.
- Razeghinejad MR, ProM Katz LJ. Non-steroidal drug-induced glaucoma. Eye 2011; 25: 971-980.
- Lambert P. Drug-induced glaucoma: old and new drugs. Acta Ophthlomol 2015; 93 (Suppl): 255-260.
- Santaella R, Fraunfelder FW. Ocular side-effects associated with systemic medications: recognition and management. Drugs 2007; 67: 75-93.
- Grzybowski A, Zulsdorff M, Wilhelm H, Tonager F. Toxic neuropathies: an update review. Acta Ophthalmologica 2014; 27: 1-9.
- Loyd Mj, Fraunfelder FW. Drug-induced optic neuropathies. Drugs Today 2007; 43: 827-836.
- Li j, Tripathi RC, Tripathi BJ. Drug-induced ocular disorders. Drug Saf 2008; 21: 127-141.
- Jahaveri M, Khurana RN, O’Hearn TM, et al. Linezolid-induced optic neuropathy: a mitochondrial disorder? Br J Ophthalmol 2007; 91: 111-115.
- Josli L, Taylor SR, Large O, et al. A case of optic neuropathy after short-term linezolid use in a patient with acute lymphocytic leukemia. Clin Infect Dis 2009; 48: e73-e74.
- Melamud A, Kosmorsky GS, Lee MS. Ocular ethambutol toxicity. Mayo Clin Proc 2003; 78: 1409-1411.
- Lee SA. Ethambutol-associated optic neuropathy. Ann Acad Med Singapore 2006; 35: 247-248.
- Chai SJ, Foroozam R. Decreased retinal nerve fiber layer thickness detected by optical coherence tomography in patients with ethambutol-induced optic neuropathy. Br J Ophthlmol 2007; 91: 895-897.
- Kerrison JB. Optic neuropathies caused by toxins and adverse drug reactions. Ophthalmol Clin North Am 2004; 17: 481-488.
- Murphy MA, Murphy JF. Amiodarone and optic neuropathies. J Neurol Sci 2007; 262: 158-164.
- Kerr NM, Danesh-Meyer HV. Phosphodiesterase inhibitors and the eye. Clin Experiment Ophthlmol 2009; 37: 514-523.
- Laties AM. Vision disorders and phosphodiesterase type 5 inhibitors: a review of the evidence to date. Drug Safety 2009; 32: 1-8.
- Fraunfelder FW. Visual side effects associated with erectile dysfunction agents. Am J Ophthalmol 2005; 140: 723-724.
- McGwin G, Vaphiades MS, Hall TA, et al. Non-arteric anterior ischaemic optic neuropathy and the treatment of erectile dysfunction. Br J Ophthalmol 2006; 90: 154-157.
- Colley SM, Elston JC. Tamoxifen optiv neuropathy. Clin Experiment Ophthalmol 2004; 32: 105-108.
- Perez-Perz L, Garcia-Cavin J, Allegue F, Zulaica A. Optic neuritis probably induced by isotretinoin. Actas Dermo-Sifiliograficas 2012; 103: 843-844.
- Joanus SD. Drug-related cataract Optom Clin 1991; 1: 143-157.
- VandenBrule J, Dequeldre E, Galand A. Drug-induced cataract. Rev Med Liege 1998; 53: 766-769.
- Wang JJ, Roctchina E, Jan AG, et al. Use of inhaled and oral corticosteroids and the long-term risk of cataract. Ophthalmology 2009; 116: 652-657.
- Kamel A, Mizumoto Y, Takehana M. The relationship between properties of antipsychotic drugs and cataract formation. Biol Pharm Bull 1994; 17: 237-242.
- Kanthan GL, Wang JJ, Rotchina E, Mitchell P. Use of antihypertensive medications and topical beta-blockers and the long-term incidence of cataract and cataract surgery. Br J Ophthalmol 2009; 88: 773-778.
- Marmack K, Keller U, Lyon JS, et al. American Academy of Ophthalmology. Revised recommendations on screening for chloroquine and hydroxychloroquine retinopathy. Ophthalmology 2001; 118: 415-422.
- Singh P, Singh A. Ocular adverse effects of anti-cancer chemotherapy and targeted therapy. J Cancer Ther Res 2012; 1:5.
- Sen HA, O’Halloran HS, Lee WB. Case reports and small series: topiramate-induced acute myopia and retinal striae. Arch Ophthalmol 2001; 119: 775-777.
- Borodoker N, DelPriore LV, DeCarvalho, Yannuzi LA. Retinopathy as a result of long-term use of thioridazine. Arch Ophthalmol 2002; 120: 994-995.
- Boundreult G, Cortin P, Corriveau LA, et al. Canthaxanthine retinopathy. Clinicial study in 51 consumers. Can J Ophthalmol 1983; 18: 325-328.
- Haimovici R, D;Amico DJ, Gragoudas ES, Sokol S. Desferoxamine Retinopathy Study Group. The expanded clinical spectrum of desferoxamine retinopathy. Ophthalmology 2002; 109: 164-171.
- Tatti P, Arrigoni F, Longobardi A, et al. Retrospective analysis of rosiglitazone and macular oedema in patients with type 2 diabetes mellitus. Clin Drug Investig 2008; 28: 327-332.
- Vivo RP, Krim SP, Perez J, et al. Digoxin. Current use and approach to toxicity. Am J Med Sci 2008; 336: 423-428.
- Hayasakas S, Nagaki Y, Matsumoto M, Sato S. Interferon associated retinopathy. Br J Ophthalmol 1998; 82: 323-325.
- Yang J, Naumann MC, Tsai Y-T, et al. Vigabatrin-induced retinal toxicity is partially mediated by signalling in rod and con photoreceptors. PlusOne 2012; 15: 38-42.
- Nencini C, Barberi L, Runci FM, Micheli L. Retinopathy induced by drugs and herbal medicines. Eur Rev Med Pharmacol Sci 2008; 12: 293-298.
- Penedones A, Mendes D, Alves C, Marques FB. Drug-induced ocular adverse reactions: Review of the safety alerts issue during the last decades. J Ocular Pharmacol Ther 2015; 51: 258-266.
Άφησε σχόλιο